23 Ιουλίου 2012

[Επιρροές, 1] Ο Ίων για τον Περικλή Γιαννόπουλο



Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. Τὸ βιβλίο του καθαρίζει τὸν Ἕλληνα ποὺ ξέρεινὰ τὸ διαβάσῃ, καὶ ὁ Ἕλληνας τώρα εἶναι τόσο ψόφιος, εἶναι τόσο γεμάτος βρώμα καὶ μικροπρέπεια ποὺ σκουληκιάζει. Μπορεῖ νὰ τὸν εἶπαν τρελλό, ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔγραψε· καὶ ὅμως εἶναι πιὸ σωστὸς καὶ πιὸ γνωστικὸς ἀπὸ κάθε Ἕλληνα σημερινό. Ἡ «φρονιμάδα» εἶναι τῶν πολλῶν· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει. Τὴν «τρέλλα» θέλω, αὐτὴ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὰ τρὶς βαριὰ καὶ βρώμια κατακαθίσματα ποὺ ἀφίνει μέσα μου περνῶντας ἡ συγκαιρινή, ταπεινωμένη ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ μὲ φαρμακόνει. Ἡ τρέλλα ἔχει μάτια καὶ βλέπει. Ἡ φρονιμάδα εἶναι τύφλα. Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες καὶ γνωστικὰ τὰ ξεπεσμένα πλήθη.
Τὸν Ἀσυμβίβαστο ζητῶ καὶ τὸ Σκληρό, γυρεύω τὸν Τρελλό, τὸ Σιδερένιο, τὸν Ἀλύγιστο· αὐτοῦ τὰ μάτια καὶ τὰ λόγια καὶ τὴν κίνηση καὶ τὴ σιωπὴ ἀκολουθῶ· σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.

(Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906)


Φύλλα Ἡμερολογίου, 10 Ἀπριλίου 1910
Ὁ Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχθὲς τὴν Πέμπτη στὴ θάλασσα. Ἔβρεχε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Εἶναι ὄμορφη ἡ Ἀττικὴ νύχτα μὰ δὲν εἶναι ὁ Γιαννόπουλος ἐδὼ νὰ τὴν ἰδεῖ, λάμπουν μάταια τὰ ἄστρα, μάταια εὐωδιάζουν οἱ πορτοκαλιὲς τοῦ κήπου, καὶ τὸ ἀηδόνι μάταια τραγουδεῖ. Μονάχα ὁ γκιόνης εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν περίσταση, λέει τὸ θλιβερὸ τραγούδι του ὁ γκιόνης καὶ δὲν εἶναι μάταιο τὸ τραγούδι αὐτό. Καὶ τὰ δειλινά, ἡ θλίψη τῆς ὀμορφιᾶς τῶν χρωμάτων μὲ πιάνει στὸ λαιμό, μὲ πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δὲν τὰ βλέπει πιά; Τί λόγο ἔχουν καὶ ὑπάρχουν τὰ πράγματα ποὺ ἀγάπησε αὐτός, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ τ᾿ ἀγάπησε δὲν εἶναι πιὰ ἐδῶ νὰ τὰ ἰδεῖ;Τί λάμπει τὸ ἄστρο ἄσκοπα; Τί φέγγει τὸ φεγγάρι; Τί καίει ὁ ἥλιος; Τί φυσάει τ᾿ ἀεράκι τὰ μεσημέρια; Καὶ βιάζομαι, βιάζομαι τρομερὰ γιὰ νὰ φύγω κι ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ πῆγε κεῖνος νὰ κατοικήσει. Μ᾿ ἀρέσει ὁ θάνατος, τὸν ἐρωτεύομαι. Τόσο τὸν ἀγαπῶ ποὺ ὅλα τ᾿ ἄλλα μοῦ φαίνονται σαχλὰ κι ἀνούσια καὶ μέτρια, οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ μικροσυμφέροντά τους καὶ τὰ μικροκαμώματά τους καὶ ὅλη τους ἡ μικρότητα καὶ ἡ φρονιμάδα. Βία τρελλὴ μὲ παίρνει κατὰ τὸ θάνατο. Πότε νὰ τελειώσω τὶς δουλειές μου ὅλες, ὅσες ἀνάγκασα τὸν ἑαυτό μου νὰ φορτωθεῖ; Πότε νὰ τελειώσω νὰ φύγω; Τί ὄμορφος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος! Πῶς μὲ τραβᾶ! Αίσθάνομαι ἀηδία γιὰ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς. Καὶ ὅμως τὴν ἀηδία αὐτὴ θέλω νὰ τὴ νικήσω. Θέλω νὰ ζήσω.
Τὴ βραδιὰ ποὺ ἔμαθα πὼς σκοτώθηκε ἐκεῖνος, περπατοῦσα στὸ δρόμο σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στὰ πόδια μου, γιατὶ ἤμουν μεθυσμένος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ θανάτου. Τί τραγικὴ ὀμορφιά! Πόσο ἄσχετος εἶμαι ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ περιτριγυρίζουν! Πόσο ἔξω ἀπ᾿ αὐτὰ εἶμαι! Καὶ πόσο κόπο κάνω γιὰ νὰ νικήσω τὴν ἀηδία!
Καὶ ἤμουν μεθυσμένος καὶ φόρεσα λουλούδια, γιατὶ λουλούδια καὶ κεῖνος θὰ φροῦσε ἂν ζοῦσε, καὶ θὰ ἤθελε καὶ κεῖνος νὰ μὴ γιορτάσει κανεὶς τὸ θάνατό του ἀλλιῶς παρὰ μὲ λουλούδια καὶ μὲ γέλια καὶ χαρά. Μὰ ἡ χαρὰ ἐκείνη ἡ τρισμεγάλη, ἡ βαθύτατη, ἡ ἡδονική, ἡ τραγικὴ χαρὰ τῆς μέθης τοῦ θανάτου, εἶναι ὁ πόνος, ὁ πόνος ποὺ φτάνει ὣς τὴν ἡδονή!
Καὶ ἔξαφνα χτὲς τὸ βράδυ μὲ πλάκωσε τὸ βάρος τὸ τρανὸ μιᾶς λύπης μολυβένιας ποὺ δὲ λέγεται, καὶ ἔσκυβα τὸ κεφάλι κάτω καὶ ὅταν μιλοῦσαν οἱ ἄλλοι δὲ μ᾿ ἔμελε τὶ ἔλεγαν, καὶ περπατοῦσα ἴσια μπροστά μου μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ δὲν ἤξερα ποῦ πήγαινα. Καὶ ὅ,τι ἔβλεπα ἤτανε παράχορδο καὶ ὅ,τι ἄκουα ἤτανε κοινὸ καὶ ἤθελα νὰ ξεράσω.
Ἀγόρασα μιὰν ἐφημερίδα ποὺ ἕνας φίλος μου ἔγραφε κάτι ὄμορφα γιὰ κεῖνον λόγια καὶ τὸ διάβασα, δυό, τρεῖς φορές -κι ὅλο τὰ ἴδια πάλι.
Στὴν Ἀκρόπολη πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἀνέβηκα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤτανε νὰ γυρίσει ἡ ἀγαπημένη μου, μὰ ὁ ἀγαπημένος μου ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει. Καὶ ἔκοψα μιὰ παπαροῦνα, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «τὸ ἄνθος τῆς Περσεφόνης», καὶ μιὰ μαργαρίτα, στὴν πόρτα τῆς Ἀκρόπολης, καὶ ἀνέβηκα γρήγορα τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ ἔβαλα στοὺς βράχους τοὺς λαξευμένους μπροστὰ στὸν Παρθενῶνα τὰ λουλούδια αὐτά! Καὶ κείνη τὴν ὥρα κι ὅλο τὸ πρωὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη. [...]
Περνῶ μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ βλέπω σὰ νικητὴς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ φαίνονται μερμήγκια. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου καὶ εἶμαι ἐλεύτερος καὶ αὐτοὶ μοῦ φαίνονται σὰ σκουλήκια ποὺ σέρνονται. Τῶν πολλῶν εἶναι σβησμένη ἡ ματιά. Γιατί τοὺς καταπόνεσε τόσο ἡ ζωή; Ἄραγε μήπως εἶναι βαρειά; Καὶ γιατί νὰ εἶναι βαρειὰ ἡ ζωὴ ἀφοῦ τὴ ζοῦν αὐτοί; Δὲν εἶναι τάχα ζωντανοί; Γιατί νὰ σέρνονται ἀφοῦ θὰ μποροῦσαν νὰ σέρνουν; Μιὰ ζωὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τὸν καθένα. Γιατί δὲν τὴ ζοῦν ἀκέρια καὶ μεγάλη, μόνον περνοῦν τὸν καιρό τους μὲ μικροσυμβιβασμοῦς; Γιατί εἶναι σβησμένα τὰ μάτια τους καὶ δὲ βλέπουν τὸ φῶς τῆς ζωῆς; Ποιός το ξέρει; Πολλὲς δυσκολίες θὰ ἀπάντησαν ὥς τώρα καὶ κουράστηκαν. Οἱ κακόμοιροι! Πῶς τοὺς λυποῦμαι! [...]
Ἀπὸ τότε ποὺ πέθανε αἰσθάνομαι: α) Πεῖσμα γιὰ νὰ κάνω ἐκεῖνα ποὺ πάντα ἤθελε. β) Πίστη σὲ ὅ,τι δὲν εἶναι κοινωνικὸ αἴσθημα. γ) Ἀγάπη ἔντονη γιὰ τὴ φυλή μου. δ) Λύπη ποὺ δὲ βλέπει ἐκεῖνος τὴν Ἀττικὴ ποὺ μάταια παρουσιάζει τὴν καλλονή της. ε) Ἐλευθερία, ἐλευθερία ἀπεριόριστη, σὰ νὰ φυσοῦσε ἕνας μεγάλος ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουν ἐγὼ αὐτὸς ὁ ἄνεμος, καὶ σὰ νὰ ἤμουνα μέσα του καὶ τὸν ἄκουγα. Τίποτε δὲ μὲ νοιάζει ἀπὸ κεῖνα ποὺ λὲν οἱ ἄνθρωποι γιὰ μένα. Κατέχω τὸν ἑαυτό μου. Ὁ θάνατος τοῦ Γιαννόπουλου στερέωσε τὸν ἑαυτό μου. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος ἀληθινός, ἀκέριος. Πίστευε ὅ,τι ἔκανε καὶ ἔκανε ὅ,τι πίστευε. Βλέπω τὴ ζωή του σὰ νὰ ἦταν ἡ μορφή του. Μὲ τὸ σταμάτημα ποὺ ἔκανε τῆς ζωῆς του μοῦ ἔδωσε ὁλόκληρη τὴν εἰκόνα του, τὴ μορφή του καὶ ὅλα τὰ χρόνια, ὅλες τὶς μέρες, ὅλες τὶς ὧρες, ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς ποὺ ἔζησε (Effet du perspective). Μὲ τὸ θάνατό του τὸ θεληματικό, περιόρισε τὴ ζωντανότητά του μέσα σὲ χρονικὰ ὅρια καὶ ξεφύτρωσε γιὰ μένα ἡ μορφή του καὶ ἡ ἔνταση τῆς ζωντανάδας του ἀκέρια, ἡ δύναμή του ὁλάκερη. Καὶ εἶδα σὰν ὅραμ τὴν ψυχή του καθάρια. Ὦ βράχοι τῆς Πνύκας ποὺ περιδιαβάζαμε ἄλλοτε, τὶ μελαγχολία ἔχετε! Ἐκεῖ στεκόμαστε λαὶ ἀπὸ κεῖ βλέπαμε τὸν κόσμο, καὶ λαχταρούσαμε γιὰ μιὰ φυλὴ ὄμορφη, πανόμορφη σὰν τὴ φυλὴ ποὺ γέννησετὸν πολιτισμὸ τὸν Ἑλληνικό.
Ὦ κρίσεις μικρότατες τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι τώρα θέλουν νὰ δείξουν πὼς κάτι ξέρουν. Ὅλοι θέλουν νὰ φανοῦν ἀνώτεροι ἐκείνου ποὺ ἀπόθανε ἐπειδὴ δὲν ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἄξιοί του. [...]
Μοῦ φαίνεται πὼς τώρα ποὺ ἔφυγε κεῖνος, εἶναι ἀνάγκη νὰ φορτωθῶ ὅλα τὰ βάρη ἐκείνου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχω πολλὴ δουλειά, πάρα πολλὴ δουλειά. Οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου δὲν πρέπει νὰ χάσω.
(Ἴων Δραγούμης, «Φύλλα Ἡμερολογίου», τόμος Δ', 1908-1912, Ἑρμῆς, 1988)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου