«Πάμε για καφέ;» η φράση που κρέμεται συνεχώς από τα χείλη των περισσοτέρων μας. Σκέτος, γλυκός ή μέτριος, αν μιλάμε για τον ελληνικό παραδοσιακό, κοίτα τώρα τι μου ήρθε… μήπως οι άνθρωποι να είναι τελικώς σαν τον καφέ που παραγγέλλουν; Ευθείς και γι αυτό ανεπιθύμητοι αν τον προτιμούν σκέτο, ισορροπημένοι μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας αν τον απαιτούν μέτριο, αλλοπαρμένοι, αθεράπευτα ονειροπόλοι αν επιμένουν να τον πνίγουν στην ζάχαρη… η φιλοσοφία του καφέ.
Στον αστερισμό του «δε σε θέλω, δεν με θέλεις υποφέρω κι υποφέρεις» των δυο Κορυφαίων Χρωμάτων Πράσινου και Μπλε, υποχώρησε ανακατεμένη και η υπόλοιπη παλέτα. Για την ακρίβεια μου ᾿ρχεται τούτη η εικόνα στο μυαλό. Πλάκωσαν όλες μαζί οι παραγγελίες κι ο καφετζής παραδόθηκε άνευ όρων. Δεν το θέλει το μαγαζί, το βαρέθηκε. Γιατί να κάτσει να σκάσει; Αυτός τη δουλειά του την έχει βολεμένη.
Εξάλλου είχε κάτι να εξομολογηθεί στον εαυτό του: δεν ήταν και ποτέ δικό του. Προσπάθησε να θυμηθεί γιατί δεν ήταν δικό του. Αναπόλησε τα παιδικάτα του. Δεν θυμάται να είχε μυρίσει το χώμα, στην πραγματικότητα ζούσε σε κάτι πλαστικό και μονωμένο. Την μυρωδιά του χαρτιού με τους αριθμούς επάνω τυπωμένους σε μέγεθος λίγων πόντων τάδε επί τάδε την ήξερε. Ήταν το μόνο πραγματικό που έκλεβε τη μνήμη του, αφού ήταν συνεχώς εκεί. «Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;» «Ναι» «τι θα πάρετε παρακαλώ;» «Γαλλικό με γάλα» Και το καλλίκομο ξανθό κεφάλι στρέφεται κι αλλού «Εσείς;» “ Irish coffee”. Πετιέται και ο πνευματώδης και λέει: «ένα εσπρεσάκι κοπελιά, ξέρεις εσύ πώς τον πίνω» Τακ της τσακίζει και το μάτι και μειδιάζει υπερήφανος. Σου λέει «τώρα είπα κάτι σοφό. Είμαι σπουδαίος. Άσε που σίγουρα την έχω στείλει. Να δεις που σε λίγο θα μου την πέσει.» ο ξεχασμένος της παρέας δεν μιλάει ούτε ακούει επειδή… παρακολουθεί την μπάλα να κυλάει στο χορτάρι. Ούτε έχει πάρει χαμπάρι το θεϊκό πλάσμα που τον κόβει από απέναντι. Θεός ο τάδε παίκτης… κοίτα τι κάνει ο άνθρωπος». Σηκώνεται πάνω και ωσάν κατεχόμενος από «πνεύμα δαιμονικόν» φωνασκεί «Θρύλε θεέ».
Στο διπλανό τραπεζάκι μια φοιτητριούλα σοφιστικέ με ύφος μπλαζέ διαπιστώνει σουφρώνοντας τα χείλη και φτιάχνοντας τα μυωπικά γυαλιά της, την ακόλουθη φράση που εκτοξεύει στην αφηρημένη φιλενάδα της, η οποία προσφάτως έχασε την δουλειά της: «ο κόσμος τα χει παίξει σου λέω» «Μμμμμ» γνέφει η άλλη σκυθρωπά δαγκώνοντας μέχρι θανάτου το καλαμάκι του φραπέ. Κι η τηλεόραση απέναντι κοντεύει να θρυμματιστεί από τη συγκίνηση και το βάρος των περιστάσεων «Ο πρωθυπουργός αναμένεται να συνομιλήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους μας» Τι σημαίνει είπαμε η λέξη εταιρεία; Να θυμηθώ να κοιτάξω στο λεξικό. Σαν τους αγίους σε παλιό εφτακαμμένο μοναστήρι προβάλλει κι Εκείνος: θαρρείς, λες; κι υπερίπταται τόπου και χρόνου κι εκεί φλασιά ο τίτλος του βιβλίου με χτύπησε «οι έλληνες και το παράλογο» Θυμάμαι το είχα διαβάσει όταν φοιτούσα στην Αθήνα στο περιβόητο Πανεπιστήμιο του Καποδίστρια. «Είδες; Είπα μέσα μου, μας θαυμάζουν εδώ κι αιώνες για τον έρωτά μας με το παράλογο.» «Μας έχουν κάνει και φιλοσοφία και μας σπουδάζουν». The Greeks λένε αλλά δεν ξέρω πότε το λένε με θαυμασμό και πότε με απέχθεια. Μπερδεύτηκα. «Παιδί μου τι θα πει Χρεωκοπία; Δηλαδή αν τελειώσουν τα λεφτά δεν θα μπορώ να βάλω κήπο να τρώω τουλάχιστον;» «Πού να σου εξηγώ ρε μάνα τώρα… σάμπως αυτοί που το λένε ξέρουν; Μπας και πείνασαν ποτέ τους; Μπας και δούλεψαν για να νοστιμίσει το φαΐ τους;» «Παιδί μου να μας σκοτώσουν δεν μπορούν» «και μήπως τους σκότωσαν, μάνα, γιο, κόρη, αδελφό ή άντρα για να ξέρουν; Πού ξέρουν από φόβο; Πού ξέρουν από ζωή αληθινή με τα πάνω και τα κάτω της; Πού ξέρουν πως μοιάζει ο πόνος κι η απώλεια; Εκείνοι μυρίζουνται εκείνα τα χαρτάκια, τα χρωματιστά με τους αριθμούς κι ευφραίνονται. Ξέρουν από πατρίδα; Ξέρουν από φιλότιμο;» Ντριιιννν!!! Το τηλέφωνο. «έλα ρε φίλε πάμε για καφέ;» «τι ώρα;» Μα, κάθε ώρα όλη μέρα κάθε μέρα είναι του καφέ. Πάει και η σημερινή. Άλλη μια ανόητη μέρα του καφέ με πολύ μεικ απ, λακ και σάχλες.
Τι έγινε που η σπάθα του μπάρμπα Δαμοκλή κρέμεται επί των υπερήφανων προγονόπληκτων κεφαλών μας; Με τον καφέ μας ανά χείρας περισπουδάζουμε τις τελευταίες ηλιόλουστες ημέρες μας. Κι εξάλλου τι να κάνουμε εμείς οι καημένοι αφήσαμε ανεξέλεγκτους τους δημοκράτες μας. «Σας ψηφίσαμε ρε και σας πληρώνουμε για να μας κυβερνάτε, κι εσείς μας ξεπουλάτε». Τι κι αν προβλέπεται βαρύς ο χειμώνας με βαρομετρικό χαμηλό και θυελλώδεις ανέμους εκ Βορείων; Ημείς ως άλλοι τέττιγες τραγουδάμε το φάλτσο τραγούδι μας. Και κάνουμε πολλά τάματα, βάζουμε και πολύ λιβάνι και θαρρούμε πως έτσι θα ξορκίσουμε το κακό; «Θα πάμε αύριο για καφέ;» «Ναι» «Ωραία, τι ώρα θα συναντηθούμε;» «Θα ξαναμιλήσουμε» Αύριο; Τι θα γίνει αύριο; Το σίγουρο είναι πως θα πάμε για καφέ.
Ο καφετζής όμως σίγουρα θα λείπει γιατί το καφενείο δεν είναι δικό του. Άφησε και κάτι βερεσέδες στο σπιτονοικοκύρη… Ωχ αδερφέ τι έγινε; Ναι, μα οι θαμώνες τον θαρρούσαν δικό τους. Και τον άλλο που σέρβιρε τον κόσμο κι αυτόν δικό τους τον ήξεραν. Και την κυρία στην κουζίνα, την ασουλούπωτη ξανθιά αντρογυναίκα με την βάρβαρη προφορά κι αυτήν την ήξεραν φίλη της εταιρείας.
Κι οι δυο ξεχειλιστοί που κάναν ναργιλέ κι αυτοί του μαγαζιού ήταν. Άσε εκείνους που μπαινόβγαιναν από την πίσω πόρτα κι έκλεβαν τον καφενέ. Που να φανταστούν οι πελάτες ότι την άλλη μέρα θα τους ζητούσαν όλους τους καφέδες που είχαν πιεί να τους ξαναπληρώσουν; Και μάλιστα άκουσον άκουσον, Παναγιά βοήθα, αν δεν τους ξαναπλερώσουν, τους παίρνουν τη ζωή τους! Δεν φανταζόμαστε ούτε θέλουμε να φανταστούμε τι γινόταν και τι γίνεται τον τελευταίο καιρό όταν καθένας από μας έλεγε «πάμε για καφέ;» Οι Άλλοι μας έπαιζαν μπαρμπούτι και έβαζαν στοίχημα ζωές, ψυχές, γεννημένες κι αγέννητες. Και πνέουμε τα λοίσθια γιατί τους φύλακες τους διώξαμε, τους κοιμήσαμε σε μια γωνιά, ο καθένας τον δικό του με φραγκολεβαντίνικους καφέδες. Και τους άλλους που προσπάθησαν να μας ξεκουνήσουν τους ονομάσαμε σπασικλάκια, τρελούς, γραφικούς, παραμορφωμένους από τα πολλά γράμματα, εθνικιστές κι ανέραστους κι ησυχάσαμε. Τα κάναμε όλα πάτο για να τα φτάνουμε ή και για να πατούμε γερά. Έτσι θαρρούσαμε. Τελικά, τι θα μείνει από μας; Ο καφές και τα κουλουράκια; Όταν ο καφές γίνεται εθνική υπόθεση, ξέχνα τον πολιτισμό, ξέχνα τον ίδιο τον άνθρωπο. Να, πάρε παράδειγμα από την πόλη μας.
Υ. Γ. Δεν έβαλα παραγράφους. Δεν χρειάζονται στο κύμα χύμα.
* Η Ευγενία Τσατσάκη είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Επιστήμης- Εκπαιδευτικός, φοιτήτρια Αρχαιολογίας επί πτυχίω.
E-mail: tsantzen@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου