19 Αυγούστου 2010

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: μία εναλλακτική ματιά




του Χρήστου Γούδη
Καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών
Προέδρου του Ιδρύματος Ίων Δραγούμης

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936).

«Ποιητής στην Νέα Υόρκη» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Χρίστου Γούδη, εκδόσεις «Τραυλός».

«Ποιήματα της Ανδαλουσίας» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Χρίστου Γούδη, εκδόσεις «Τραυλός».


Μια ματιά στο έργο του
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και δραματουργούς σε παγκόσμια κλίμακα. Γεννήθηκε στο Φουέντε Βακέρος, στην Γρανάδα της Ισπανίας, στις 5 Ιουνίου 1898 και εκτελέσθηκε κοντά στην Γρανάδα από τους Εθνικιστές στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου πολέμου, στις 19 Αυγούστου 1936.

Τα μεγαλύτερα ποιητικά του έργα είναι το «Ποίημα για το Τραγούδι του Βαθύ-καημού» (Poema del Cante Jondo) που γράφηκε την περίοδο 1921 - 1922, οι «Τσιγγάνικες Μπαλάντες» (Romancero Gitano) που γράφηκε την περίοδο 1924 - 1927, και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» (Llanto por Ignacio Sanchez Mejias) που γράφηκε το 1935.

Όλα τους αποτελούν έκφανση της λαϊκής ψυχής και της φορτισμένης ατμόσφαιρας της Ανδαλουσίας του φλαμένκο, των ελαιώνων και των ταυρομαχιών. Είναι ανάμικτα με αρχέγονα χθόνια στοιχεία, πάθος, φανταστικούς μύθους, εσωτερικό ρυθμό, προσωπική αγωνία και γλωσσική δεξιοτεχνία, παραμέτρους που κι αυτές εκπηγάζουν από βαθύτερα σκοτεινά ρεύματα του duende (ντουέντε) του ποιητή, του αρχέτυπου Σωκρατικού δαιμόνιου, της θείας αυτής μανίας, της ιερής δύναμης αποκάλυψης της φύσεως των πραγμάτων. Σε πολλά από τα ανδαλουσιάνικα ποιήματα του Λόρκα είναι εμφανές ένα υπόβαθρο θρησκευτικότητας μέσα από τις βιβλικές αναφορές, την χριστιανική εικονογραφία και τη μοναδική ατμόσφαιρα κατάνυξης που επικρατεί στην Ανδαλουσία κατά την διάρκεια της εβδομάδας των Παθών, όπως για παράδειγμα το μικρό ευλαβικό ποίημά του το «Πέρασμα», που αναφέρεται στην περιφορά δίκην επιταφίου του αγάλματος της Παναγίας στη Σεβίλλη κατά την Μεγάλη Εβδομάδα.

Σε ολόκληρο το έργο του ο θάνατος πλανάται επίμονα. Ένας ισπανικός θάνατος αλλοιώτικος από τους άλλους. Γιατί σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, στη διάλεξή του το 1933 για την «Πρακτική και Θεωρία του duende»: «Σε όλες τις χώρες ο θάνατος είναι το τέλος. Όταν έρχεται, οι κουρτίνες κλείνουν. Όχι όμως στην Ισπανία... Εκεί ο νεκρός είναι περισσότερο ζωντανός απ’ ότι ένας νεκρός οπουδήποτε αλλού στον κόσμο». Τί είναι όμως duende; Μια προσέγγιση του απροσδιόριστου αυτού και σκοτεινού δαίμονα έδωσε το 1922 ο μεγάλος τσιγγάνος τραγουδιστής (cantaor) του φλαμένκο Μανουέλ Τόρρε: «Ότι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε».

Στην εξέλιξη της ποιητικής του πορείας, σημαντικά θεωρούνται τα σουρεαλιστικά ποιήματα της συλλογής «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (Poeta en Nueva York) που γράφηκαν με βάση τις εκεί εμπειρίες του (1929-1930) και ολοκληρώθηκαν το 1933.

Ο τίτλος της συλλογής επιλέχθηκε για να ηχεί παράδοξος, αν σκεφθεί κανείς την εντύπωση που απεκόμισε ο ποιητής για τη Νέα Υόρκη: «Το εντυπωσιακό για το κρύο και τη σκληρότητα είναι η Wall Street. Σε κανένα μέρος του κόσμου δε νιώθεται όπως εκεί η ολική απουσία του πνεύματος, η περιφρόνηση της καθαρής επιστήμης και ο δαιμονιακός σεβασμός του παρόντος».

Με την τελευταία συλλογή του, που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τον απρόσμενο και βίαιο θάνατό του, με τίτλο «Συλλογή του Ταμαρίτ» (Divan del Tamarit) που γράφηκε την περίοδο 1934 - 1936, επανέρχεται στον πρώτο ποιητικό του εαυτό της γνωστής ανδαλουσιανής ατμόσφαιρας, με τα αραβικής τεχνοτροπίας στιχουργήματα (γαζέλες και κασίντας), μία ποίηση αραμπέσκ γύρω από τον έρωτα και το θάνατο. Τα ποιήματα αυτά είναι εμπνευσμένα από την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Γρανάδα στην οποία οφείλει την «αισθητική του ελάχιστου», την αγάπη του για τα μικρά πράγματα και τη φροντίδα για τη λεπτομέρεια.

Τα δύο τελευταία ποιητικά του έργα, η «Συλλογή του Ταμαρίτ» και ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», αποτελούν ταυτόχρονα και μια μελαγχολική προφητεία για το επερχόμενο τέλος του.

Η δραματουργική του παραγωγή περιλαμβάνει τα πρώιμα ρομαντικά του έργα με κοινωνικές προεκτάσεις «Μαριάνα Πινέδα» (Mariana Pineda) το 1924 και «Η θαυμαστή μπαλωματού» (La zapatera prodigiosa) το 1930, και τις λαϊκές τραγωδίες «Ματωμένος Γάμος» (Bodas de sangre) το 1933, «Γιέρμα» (Yerma) το 1934, και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (La casa de Bernarda Alba) το 1936.

Η τελευταία τραγωδία αποτελεί μια αυστηρή κοινωνική κριτική της Ισπανίας των ημερών του, με θέμα την τυραννική μητέρα η οποία μέσα από μια άκαμπτη συμπεριφορά σεβασμού του συμβατικού κώδικα των κοινωνικών αξιών, επιβάλλει στις θυγατέρες της μια ζωή απομόνωσης και καταπίεσης της θηλυκής σεξουαλικότητας, με τραγικές συνέπειες. Οι δύο πρώτες, ο «Ματωμένος Γάμος» και η «Γιέρμα», είναι στην ουσία μείζονα ποιητικά δράματα γραμμένα στην ίδια ατμόσφαιρα της Ανδαλουσίας του τσιγγάνικου πάθους και των σκοτεινών χθόνιων και υπερφυσικών δυνάμεων που εκφράζονται μέσα από την γη, το αίμα, τον έρωτα, την γονιμότητα, τον θάνατο και την σελήνη.

Το μήνυμα του έργου του συνολικά το συνοψίζει με ποιητική σκληρότητα ο ίδιος ο Λόρκα: «δεν θέλω να σας δώσω μέλι γιατί δεν έχω, αλλά άμμο ή κώνειο ή αλμυρό νερό».


Ο νεκρός ταυρομάχος
Το αποκορύφωμα της ποιητικής έκφρασης του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα αποτελεί αναμφισβήτητα η ελεγεία για τον χαμό του ταυρομάχου, ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Είναι η στιγμή της αλήθειας, του ποιητή και του ταυρομάχου. La hora de la verdad (η ώρα της αλήθειας) είναι η στιγμή που ο ταυρομάχος ετοιμάζεται να βυθίσει το ξίφος στον ταύρο. Βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο μέσα σε μια ατμόσφαιρα σιωπής θανάτου. Νιώθουν τις ανάσες ο ένας του άλλου. Το χτύπημα είναι καθοριστικό και για τους δυο. Αν είναι επιτυχές ο ταύρος θα καταρρεύσει. Αλλιώς ο ταυρομάχος θα βρεθεί καρφωμένος στα κέρατα του ταύρου.

Η ταυρομαχία δεν είναι άθλημα, είναι αγώνας ζωής και θανάτου. Έτσι ήτανε πάντα στην Ισπανία, έτσι είναι σήμερα, έτσι θα είναι αύριο. Είναι η ισπανική περιφρόνηση στο θάνατο. Είναι ζυμωμένη με το αίμα και το πνεύμα των Ισπανών. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγήσει κανείς τη θέση που παίρνουν γι’ αυτήν διανοητές παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Jose Ortega y Gasset («υπάρχει μία περίπτωση όπου το αίμα δεν είναι απωθητικό: όταν αναβλύζει από το σβέρκο τού ταύρου τού σωστά καρφωμένου και χύνεται κι απ’ τις δυο πλευρές του. Κάτω απ' τον ήλιο, το πορφυρό του διαστίλβοντος υγρού συλλέγει μια ακτινοβολία που το μετουσιώνει σε πολύτιμο λίθο»). Η ταυρομαχία είναι ένα ζωντανό δρώμενο. Ο ταυρομάχος δεν είναι παρά ένας ηθοποιός που όμως αντιμετωπίζει πραγματικά γεγονότα. Αν η πλοκή του έργου εξελιχθεί σύμφωνα με τα προσδοκώμενα, το δρώμενο παραμένει θεατρικό και ο ταυρομάχος ένας κατακτητής της θηλυκής μεριάς της φύσης, καθώς πολύ συχνές είναι οι περιπτώσεις ταύτισης του ταύρου με το θηλυκό στοιχείο, όπως μαρτυρούν οι ακούσιες εκσπερματώσεις των ταυρομάχων την στιγμή που ο ταύρος πέφτει νεκρός χτυπημένος από το ξίφος τους. Αν τα πράγματα ξεφύγουν από τις ανθρώπινες προσδοκίες τότε το θέαμα μεταμορφώνεται σε ανθρώπινη τραγωδία θανάτου, όπου θύτης και θύμα αναστρέφουν ρόλους και η θυσία στους θεούς εξελίσσεται σε ανθρωποθυσία. Μια τραγωδία που την καλύπτει η βουβή και απόλυτη σιωπή της αρένας.

Ένας ταυρομάχος νεκρός στην Ισπανία. Που σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Λόρκα «είναι η μοναδική χώρα όπου ο θάνατος αποτελεί εθνικό θέαμα». Μια χώρα για την οποία «η ταυρομαχία είναι το μόνο σοβαρό πράγμα που μένει σ’ αυτόν τον κόσμο, ταυρομαχία: ιερός ρυθμός των πιο καθαρών μαθηματικών, ταυρομαχία: πειθαρχία και τελειότητα. Σ’ αυτήν το κάθε τι είναι μετρημένο μέχρι και η αγωνία και ο θάνατος ο ίδιος». Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία παρουσίασε ο ποιητής στο κοινό της Νέας Υόρκης το 1930, τον αγαπημένο του φίλο και δημοφιλέστερο ταυρομάχο της Ισπανίας, τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας. Λίγα χρόνια μετά (1934) ο Ιγνάθιο έβαψε με το αίμα του την αρένα.

Όμως η ήττα και ο θάνατος καταξιώνει τον άξιο. Κάνει το μεγαλείο του να φανεί πιο καθαρά και το όνομά του να επιζήσει σε βάθος χρόνου. Ιδιαίτερα όταν υμνηθεί ή κλαφτεί όπως συνέβη με τον Ιγνάθιο, μέσα από ένα ποίημα που θεωρείται από τα καλύτερα της ευρωπαϊκής ποίησης όλων των εποχών, για πολλούς το καλύτερο. Και που κατά ειρωνική συγκυρία προοιωνίζει και αναφέρεται στον τραγικό θάνατο του ίδιου του ποιητή αμέσως μετά. Η ατμόσφαιρα της απειλής και του θανάτου που πλανάται σ’ ολόκληρο το έργο του Λόρκα κρυσταλλοποιείται κατά τρόπο καθοριστικό στο «Θρήνο για τον Ιγνάθιο», θρήνο και συνάμα ύμνο και δοξολογία στο θάνατο και στον άνθρωπο που με τον δικό του τρόπο στάθηκε όρθιος μέχρι τέλους αψηφώντας τον, όπως αρμόζει στους άντρες, και παράλληλα τονίζοντας για μια ακόμη φορά ότι, στο σύγχρονο κόσμο μας η ήττα μπορεί να είναι το ίδιο ή και περισσότερο ηρωική απ’ ότι η νίκη.


--------------------------------------------------------------------------------

Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μέχιας
Το χτύπημα του ταύρου και ο θάνατος

Στις πέντε το απόγευμα.
Ήτανε πέντε ακριβώς το απόγευμα.
Ένα αγόρι έφερε το άσπρο νεκροσέντονο
στις πέντε το απόγευμα.
Ένα πανέρι με ασβέστη έτοιμο κιόλας
στις πέντε το απόγευμα.
Όλα τ’ άλλα ήτανε θάνατος και μόνο θάνατος
στις πέντε το απόγευμα.

Ο άνεμος φύσηξε τα μπαμπάκια μακρυά
στις πέντε το απόγευμα.
Και το οξείδιο, νικέλιο σκόρπισε και κρύσταλλο
στις πέντε το απόγευμα.
Άρχισαν να παλεύουνε το περιστέρι με την λεοπάρδαλη
στις πέντε το απόγευμα.
Κι ένας μηρός μ’ ένα απελπισμένο κέρατο
στις πέντε το απόγευμα.
Αρχίσανε οι ήχοι των σημάντρων
στις πέντε το απόγευμα.

Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
στις πέντε το απόγευμα.
Στις γωνιές του δρόμου παρέες σιωπής
στις πέντε το απόγευμα.
Κι ο ταύρος μόνος του αγέρωχος!
στις πέντε το απόγευμα.
Όταν άρχισε ο κρύος του χιονιού ιδρώτας
στις πέντε το απόγευμα,
όταν καλύφθηκε η αρένα με ιώδιο
στις πέντε το απόγευμα,
ο θάνατος απόθεσε αυγά μέσα στο τραύμα
στις πέντε το απόγευμα.
Στις πέντε το απόγευμα.
Στις πέντε ακριβώς το απόγευμα.

Φέρετρο με ροδάκια είναι το κρεββάτι
στις πέντε το απόγευμα.
Οστά και φλάουτα ηχούνε μες τ’ αυτιά του
στις πέντε το απόγευμα.
Ο ταύρος ξεφυσούσε κιόλας καταπρόσωπο
στις πέντε το απόγευμα.
Ο θάλαμος ιρίδιζε από την αγωνία
στις πέντε το απόγευμα.
Από μακρυά νάτη πλησιάζει η γάγγραινα
στις πέντε το απόγευμα.
Σάλπιγγα κρίνου για τους πράσινους βουβώνες
στις πέντε το απόγευμα.

Σαν ήλιοι καίγαν οι λαβωματιές
στις πέντε το απόγευμα,
και τα παράθυρα έσπαζε το πλήθος
στις πέντε το απόγευμα.
Στις πέντε το απόγευμα.
Αχ τί φοβερές εκείνες οι πέντε το απόγευμα!
Ήτανε πέντε η ώρα σ’ όλα τα ρολόγια!
Ήτανε πέντε η ώρα στην σκιά του απογεύματος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου