Παράνομες πληρωμές ύψους 96 εκατ. ευρώ εντόπισε η εισαγγελία του Μονάχου
του Τ. Τελλογλου
Ενα τεράστιο ποσό προμηθειών, αξίας περίπου 96 εκατ. ευρώ σε παράνομες πληρωμές, ο δικαστικός «καβγάς» μιας τουλάχιστον υπεράκτιας εταιρείας με τη Ferrostaal AG, αλλά και ένας λογαριασμός στη Λουκέρνη της Ελβετίας είναι τα νεότερα ευρήματα της εισαγγελίας του Μονάχου, στο πλαίσιο έρευνας για τις «μίζες» των υποβρυχίων τύπου 214, που πούλησε η κοινοπραξία HDW/Thyssen Krupp/Ferrostaal στην Ελλάδα.
Η εισαγγελία κατηγορεί τον έως την προσεχή εβδομάδα
πρόεδρο της Ferrostaal Ματίας Μίτσερλιχ, ότι μαζί με τους συναδέλφους του Μίχαελ Μπεκ και Κλάους Λέσκερ έβαλαν την υπογραφή τους κάτω από ένα έμβασμα 11 εκατ. ευρώ στον ελβετικό λογαριασμό μιας εταιρείας των Bρετανικών Παρθένων Νήσων που συνδέεται με τις πληρωμές «για τα ελληνικά υποβρύχια». Η εταιρεία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων (σ.σ. το όνομά της είναι γνωστό στην «Κ») διεκδίκησε με προσφυγή στο πρωτοδικείο του Εσσεν μία «αμοιβή» 67 εκατ. ευρώ για «υπηρεσίες» που, όπως ισχυριζόταν, είχε προσφέρει για την πώληση των υποβρυχίων στην Ελλάδα. Τελικά, επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός στα 11 εκατ. Το ίδιο το λογιστήριο της Ferrostaal αναρωτήθηκε για ποιες υπηρεσίες έχουν καταβληθεί αυτά τα χρήματα, αλλά το δικηγορικό γραφείο του Ντίσελντορφ Simon&Simon συμβούλευσε τη διοίκηση της εταιρείας να μην προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης που συνδεόταν με «σοβαρούς κινδύνους για την εταιρεία», κινδύνους που πήγαζαν από τη φύση των πληρωμών.
Η εισαγγελία του Μονάχου υποψιάζεται ότι στις διεκδικήσεις αυτές είχαν ανάμειξη πρώην στελέχη της Ferrostaal, που ευνοήθηκαν από τις πληρωμές προς Ελληνες αξιωματούχους· διατυπώνεται, μάλιστα, η υπόθεση ότι πιθανόν να έχουν ανάμειξη σε δωροδοκία ξένων αξιωματούχων με ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις.
Η κύρια υποψία όμως των εισαγγελικών αρχών του Μονάχου αφορά την εταιρεία Marine Industrial Enterprises SA (ΜΙΕ) στην οποία φέρονται μέτοχοι εξ ημισείας ο Ελληνας Μ.Μ. και ένας Βρετανός υπήκοος. Η συνεργασία της εταιρείας αυτής με τη Ferrostaal βασίστηκε σε μία συμφωνία για «υπηρεσίες συμβούλων», που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2000 και επεκτάθηκε τον Οκτώβριο του 2003, σε ημερομηνίες που σχετίζονται με την υπογραφή των συμβάσεων τόσο για την παραγγελία των υποβρυχίων 214 όσο και με την τροποποίηση της σχετικής σύμβασης.
Με βάση αυτές τις συμφωνίες, στην τριετία 2000-2003 κατευθύνθηκαν προς ένα λογαριασμό της εταιρείας MIE στην τράπεζα UBS της Λουκέρνης, 83,97 εκατ. ευρώ. Στο λογιστήριο της Ferrostaal έκαναν την παρατήρηση ότι τα τιμολόγια που κόβονταν στην ΜΙΕ δεν είχαν ΦΠΑ (!!!) αλλά και ότι το μέγεθος της εταιρείας συμβούλων δεν δικαιολογούσε την πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού για έργο το οποίο η αντισυμβαλλόμενη, με τη Ferrostaal (FS), εταιρεία ΜΙΕ δεν ήταν σε θέση να ΥΛΟΠΟΙΗΣΕΙ. Επίσης δεν διέλαθε της προσοχής των λογιστών ότι τα χρήματα δίνονταν χωρίς να ισχύουν τα «γεγονότα κατασκευής» (Milestones) που καθορίζουν την αποπληρωμή σε όλες τις εργασίες ναυπήγησης. Με μία κουβέντα, το φορολογικό ζήτημα ήταν αυτό που οδήγησε τους ανακριτές του Μονάχου να τεκμηριώσουν την ευθύνη του Μίτσερλιχ.
Και αυτό γιατί εκτός των άλλων, οι παράνομες πληρωμές 2000-2003 έχουν όλες παραγραφεί για τη Γερμανία στο ποινικό σκέλος, όχι όμως φορολογικά και αστικά. Γι’ αυτό άλλωστε, η εισαγγελία του Μονάχου, που κατηγορεί τα στελέχη της FS για «απιστία και δωροδοκία ξένων αξιωματούχων», για το διάστημα από το 2005 και μετά, οπότε οι πράξεις δεν έχουν παραγραφεί στη Γερμανία, ζητεί από την FS να καταβάλει 240 εκατ. ευρώ, δείχνοντας έτσι έναν πιθανό δρόμο και για το ελληνικό δημόσιο. Ακόμα και αν δεν βρεθεί το «ποιοι πήραν τα χρήματα», μία απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου της Γερμανίας επιβεβαιώνει ότι η ζημιά του πελάτη θεωρείται αυταπόδεικτη από τη στιγμή κατά την οποία βεβαιωθεί ότι εισέρρευσαν «μαύρα χρήματα» από τον πωλητή, που περιλαμβάνονταν στο τελικό τίμημα. Χρήση αυτής της απόφασης κάνει η διοίκηση του ΟΤΕ στην αστική της διαφορά με τη Siemens ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.
Αμαρτωλές προμήθειες με έκπτωση... φόρου
Χορός εκατομμυρίων σε offshore εταιρείες και ξένες τράπεζες για την αγορά αρμάτων μάχης από τη γερμανική Wegmann
Μια ολόκληρη σειρά από «μίζες» για προμήθειες της γερμανικής εταιρείας Wegmann από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας είχαν καταγγελθεί ήδη από το 2005 στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, χωρίς να υπάρξει έρευνα που να οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι είχαν κατονομαστεί δικαιούχοι, αλλά και αριθμοί λογαριασμών στην Κύπρο, την Ελβετία και τη Γερμανία. Μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν στην κατοχή της «Κ», ένα πρώην στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών με λογαριασμό στην τράπεζα Bank Leumi της Ζυρίχης, ένας Ελληνας μεσάζων, με λογαριασμό (στο όνομα ιδρύματος που έχει ιδρύσει) σε τράπεζα του Λιχτενστάιν και επτά τραπεζικοί λογαριασμοί που έχουν ανοίξει για λογαριασμό δύο υπεράκτιων εταιρειών της Κύπρου, την εποχή που ακόμα επιτρεπόταν η λειτουργία τους.
Tα έργα για τα οποία δόθηκαν οι συγκεκριμένες προμήθειες αφορούσαν από συντηρήσεις εξομοιωτών για άρματα (προμήθεια 10%) και συνολικά «πακέτα» έργων άνω των 10 εκατ. ευρώ, έως τον μετασχηματισμό των αρμάτων LEO -1 ύψους 27 εκατ. ευρώ (προμήθεια 3%) και τη σύμβαση 017α1/01 ύψους 237 εκατ. ευρώ (προμήθεια 2%).
Οι συμβάσεις των αντισταθμιστικών ωφελημάτων προσέγγισαν για τις ίδιες «δουλειές» τα 50 εκατ. ευρώ και μοιράστηκαν σε 10 ελληνικές, γερμανικές και γαλλικές εταιρείες, με τις προμήθειες να κυμαίνονται στο 5%, δηλαδή περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Συνολικά, για τις 16 συμβάσεις ανάμεσα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας και μια σειρά γερμανικών και ελληνικών εταιρειών «γύρω» από τη Wegman, που προσέγγιζαν ένα ποσό 324 εκατ. ευρώ, οι προμήθειες ξεπέρασαν τα 10 εκατ.. Κεντρικό ρόλο στη διακίνηση των «μιζών» φαίνεται ότι έχει η λιβεριανή εταιρεία GRAMONT Services LTD, που ιδρύθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998 σε ένα δικηγορικό γραφείο της Αθήνας.
Τα Leopard
Σύμφωνα με έγγραφα που είχαν σταλεί στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, η κάθε μία από της εταιρείες του ομίλου Krauss Maffei Wegmann, πλήρωνε ξεχωριστά τις προμήθειες στον αντιπρόσωπο στην Αθήνα. Μάλιστα πληροφορίες της «Κ», που προκύπτουν από έγγραφα που έχει στην κατοχή της, λένε ότι η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και με την προμήθεια του άρματος «νέας γενιάς» Leopard-2 HEL. Οι προμήθειες πληρώνονταν δύο φορές τον χρόνο σε μια κυπριακή εταιρεία, που διατηρούσε δύο λογαριασμούς στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, στο υποκατάστημα της Λευκωσίας.
Mια θυγατρική εταιρεία της Krauss Maffei Wegmann, η GLS, προσφέρει στις 14 Ιανουαρίου 2002 ερπύστριες 5% πάνω από τη σύμβαση.
Σημαντικότερη πάντως από αυτές τις συμβάσεις είναι εκείνη που αφορά τα πυροβόλα ΠΗΖ - 2000, ύψους 237 εκατ. ευρώ. Από την προμήθεια του 2% περίπου 1% ελάμβανε ένα πρώην στέλεχος της γενικής διεύθυνσης εξοπλισμών. Η εταιρεία Deutsche Elno που είχε αναλάβει αντισταθμιστικά, ύψους περίπου 1 εκατ. ευρώ κατέβαλε ένα ποσοστό των προμηθειών είτε σε λογαριασμούς της Κύπρου είτε σε επιταγές, που δεν θα ήταν δύσκολο να ανιχνεύσει –αν ήθελε– η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων.
Oι ίδιοι
Πολλές από τις πληρωμές που φέρονται να έχουν γίνει στο πλαίσιο της δραστηριότητας της εταιρείας Krauss Maffei Wegmann στην Ελλάδα αφορούν πληρωμές πριν από τον Σεπτέμβριο του 1998 στη Γερμανία, οπότε και κηρύχτηκαν παράνομες οι «χρήσιμες πληρωμές» στο εξωτερικό. Για τον Γερμανό νομοθέτη, αυτές οι πληρωμές όχι μόνο ήταν νόμιμες, αλλά εξέπιπταν και από την Εφορία μέχρι την υιοθέτηση από τη γερμανική Βουλή ενός νέου νομικού πλαισίου που καθιστούσε παράνομες τις πληρωμές κρατικών αξιωματούχων σε χώρες που οι γερμανικές εταιρείες «κέρδιζαν» συμβόλαια.
Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι τουλάχιστον ένας από τους αξιωματούχους που φέρεται να λαμβάνει χρήματα είναι πρώην αξιωματούχος της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών με εμπλοκή και στα Tor MI-1. Ο συγκεκριμένος Ελληνας υπήκοος φέρεται να λαμβάνει χρήματα και στο πλαίσιο πληρωμών από λογαριασμούς της Dresdner Bank, αλλά και στο πλαίσιο εξαγωγής συναλλάγματος, που διενεργούσε το δίκτυο που διακινούσε τους λογαριασμούς της Siemens.
από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
του Τ. Τελλογλου
Ενα τεράστιο ποσό προμηθειών, αξίας περίπου 96 εκατ. ευρώ σε παράνομες πληρωμές, ο δικαστικός «καβγάς» μιας τουλάχιστον υπεράκτιας εταιρείας με τη Ferrostaal AG, αλλά και ένας λογαριασμός στη Λουκέρνη της Ελβετίας είναι τα νεότερα ευρήματα της εισαγγελίας του Μονάχου, στο πλαίσιο έρευνας για τις «μίζες» των υποβρυχίων τύπου 214, που πούλησε η κοινοπραξία HDW/Thyssen Krupp/Ferrostaal στην Ελλάδα.
Η εισαγγελία κατηγορεί τον έως την προσεχή εβδομάδα
πρόεδρο της Ferrostaal Ματίας Μίτσερλιχ, ότι μαζί με τους συναδέλφους του Μίχαελ Μπεκ και Κλάους Λέσκερ έβαλαν την υπογραφή τους κάτω από ένα έμβασμα 11 εκατ. ευρώ στον ελβετικό λογαριασμό μιας εταιρείας των Bρετανικών Παρθένων Νήσων που συνδέεται με τις πληρωμές «για τα ελληνικά υποβρύχια». Η εταιρεία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων (σ.σ. το όνομά της είναι γνωστό στην «Κ») διεκδίκησε με προσφυγή στο πρωτοδικείο του Εσσεν μία «αμοιβή» 67 εκατ. ευρώ για «υπηρεσίες» που, όπως ισχυριζόταν, είχε προσφέρει για την πώληση των υποβρυχίων στην Ελλάδα. Τελικά, επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός στα 11 εκατ. Το ίδιο το λογιστήριο της Ferrostaal αναρωτήθηκε για ποιες υπηρεσίες έχουν καταβληθεί αυτά τα χρήματα, αλλά το δικηγορικό γραφείο του Ντίσελντορφ Simon&Simon συμβούλευσε τη διοίκηση της εταιρείας να μην προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης που συνδεόταν με «σοβαρούς κινδύνους για την εταιρεία», κινδύνους που πήγαζαν από τη φύση των πληρωμών.
Η εισαγγελία του Μονάχου υποψιάζεται ότι στις διεκδικήσεις αυτές είχαν ανάμειξη πρώην στελέχη της Ferrostaal, που ευνοήθηκαν από τις πληρωμές προς Ελληνες αξιωματούχους· διατυπώνεται, μάλιστα, η υπόθεση ότι πιθανόν να έχουν ανάμειξη σε δωροδοκία ξένων αξιωματούχων με ιδιαίτερα επιβαρυντικές περιστάσεις.
Η κύρια υποψία όμως των εισαγγελικών αρχών του Μονάχου αφορά την εταιρεία Marine Industrial Enterprises SA (ΜΙΕ) στην οποία φέρονται μέτοχοι εξ ημισείας ο Ελληνας Μ.Μ. και ένας Βρετανός υπήκοος. Η συνεργασία της εταιρείας αυτής με τη Ferrostaal βασίστηκε σε μία συμφωνία για «υπηρεσίες συμβούλων», που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2000 και επεκτάθηκε τον Οκτώβριο του 2003, σε ημερομηνίες που σχετίζονται με την υπογραφή των συμβάσεων τόσο για την παραγγελία των υποβρυχίων 214 όσο και με την τροποποίηση της σχετικής σύμβασης.
Με βάση αυτές τις συμφωνίες, στην τριετία 2000-2003 κατευθύνθηκαν προς ένα λογαριασμό της εταιρείας MIE στην τράπεζα UBS της Λουκέρνης, 83,97 εκατ. ευρώ. Στο λογιστήριο της Ferrostaal έκαναν την παρατήρηση ότι τα τιμολόγια που κόβονταν στην ΜΙΕ δεν είχαν ΦΠΑ (!!!) αλλά και ότι το μέγεθος της εταιρείας συμβούλων δεν δικαιολογούσε την πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού για έργο το οποίο η αντισυμβαλλόμενη, με τη Ferrostaal (FS), εταιρεία ΜΙΕ δεν ήταν σε θέση να ΥΛΟΠΟΙΗΣΕΙ. Επίσης δεν διέλαθε της προσοχής των λογιστών ότι τα χρήματα δίνονταν χωρίς να ισχύουν τα «γεγονότα κατασκευής» (Milestones) που καθορίζουν την αποπληρωμή σε όλες τις εργασίες ναυπήγησης. Με μία κουβέντα, το φορολογικό ζήτημα ήταν αυτό που οδήγησε τους ανακριτές του Μονάχου να τεκμηριώσουν την ευθύνη του Μίτσερλιχ.
Και αυτό γιατί εκτός των άλλων, οι παράνομες πληρωμές 2000-2003 έχουν όλες παραγραφεί για τη Γερμανία στο ποινικό σκέλος, όχι όμως φορολογικά και αστικά. Γι’ αυτό άλλωστε, η εισαγγελία του Μονάχου, που κατηγορεί τα στελέχη της FS για «απιστία και δωροδοκία ξένων αξιωματούχων», για το διάστημα από το 2005 και μετά, οπότε οι πράξεις δεν έχουν παραγραφεί στη Γερμανία, ζητεί από την FS να καταβάλει 240 εκατ. ευρώ, δείχνοντας έτσι έναν πιθανό δρόμο και για το ελληνικό δημόσιο. Ακόμα και αν δεν βρεθεί το «ποιοι πήραν τα χρήματα», μία απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου της Γερμανίας επιβεβαιώνει ότι η ζημιά του πελάτη θεωρείται αυταπόδεικτη από τη στιγμή κατά την οποία βεβαιωθεί ότι εισέρρευσαν «μαύρα χρήματα» από τον πωλητή, που περιλαμβάνονταν στο τελικό τίμημα. Χρήση αυτής της απόφασης κάνει η διοίκηση του ΟΤΕ στην αστική της διαφορά με τη Siemens ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.
Αμαρτωλές προμήθειες με έκπτωση... φόρου
Χορός εκατομμυρίων σε offshore εταιρείες και ξένες τράπεζες για την αγορά αρμάτων μάχης από τη γερμανική Wegmann
Μια ολόκληρη σειρά από «μίζες» για προμήθειες της γερμανικής εταιρείας Wegmann από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας είχαν καταγγελθεί ήδη από το 2005 στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, χωρίς να υπάρξει έρευνα που να οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι είχαν κατονομαστεί δικαιούχοι, αλλά και αριθμοί λογαριασμών στην Κύπρο, την Ελβετία και τη Γερμανία. Μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν στην κατοχή της «Κ», ένα πρώην στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών με λογαριασμό στην τράπεζα Bank Leumi της Ζυρίχης, ένας Ελληνας μεσάζων, με λογαριασμό (στο όνομα ιδρύματος που έχει ιδρύσει) σε τράπεζα του Λιχτενστάιν και επτά τραπεζικοί λογαριασμοί που έχουν ανοίξει για λογαριασμό δύο υπεράκτιων εταιρειών της Κύπρου, την εποχή που ακόμα επιτρεπόταν η λειτουργία τους.
Tα έργα για τα οποία δόθηκαν οι συγκεκριμένες προμήθειες αφορούσαν από συντηρήσεις εξομοιωτών για άρματα (προμήθεια 10%) και συνολικά «πακέτα» έργων άνω των 10 εκατ. ευρώ, έως τον μετασχηματισμό των αρμάτων LEO -1 ύψους 27 εκατ. ευρώ (προμήθεια 3%) και τη σύμβαση 017α1/01 ύψους 237 εκατ. ευρώ (προμήθεια 2%).
Οι συμβάσεις των αντισταθμιστικών ωφελημάτων προσέγγισαν για τις ίδιες «δουλειές» τα 50 εκατ. ευρώ και μοιράστηκαν σε 10 ελληνικές, γερμανικές και γαλλικές εταιρείες, με τις προμήθειες να κυμαίνονται στο 5%, δηλαδή περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Συνολικά, για τις 16 συμβάσεις ανάμεσα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας και μια σειρά γερμανικών και ελληνικών εταιρειών «γύρω» από τη Wegman, που προσέγγιζαν ένα ποσό 324 εκατ. ευρώ, οι προμήθειες ξεπέρασαν τα 10 εκατ.. Κεντρικό ρόλο στη διακίνηση των «μιζών» φαίνεται ότι έχει η λιβεριανή εταιρεία GRAMONT Services LTD, που ιδρύθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998 σε ένα δικηγορικό γραφείο της Αθήνας.
Τα Leopard
Σύμφωνα με έγγραφα που είχαν σταλεί στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, η κάθε μία από της εταιρείες του ομίλου Krauss Maffei Wegmann, πλήρωνε ξεχωριστά τις προμήθειες στον αντιπρόσωπο στην Αθήνα. Μάλιστα πληροφορίες της «Κ», που προκύπτουν από έγγραφα που έχει στην κατοχή της, λένε ότι η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και με την προμήθεια του άρματος «νέας γενιάς» Leopard-2 HEL. Οι προμήθειες πληρώνονταν δύο φορές τον χρόνο σε μια κυπριακή εταιρεία, που διατηρούσε δύο λογαριασμούς στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, στο υποκατάστημα της Λευκωσίας.
Mια θυγατρική εταιρεία της Krauss Maffei Wegmann, η GLS, προσφέρει στις 14 Ιανουαρίου 2002 ερπύστριες 5% πάνω από τη σύμβαση.
Σημαντικότερη πάντως από αυτές τις συμβάσεις είναι εκείνη που αφορά τα πυροβόλα ΠΗΖ - 2000, ύψους 237 εκατ. ευρώ. Από την προμήθεια του 2% περίπου 1% ελάμβανε ένα πρώην στέλεχος της γενικής διεύθυνσης εξοπλισμών. Η εταιρεία Deutsche Elno που είχε αναλάβει αντισταθμιστικά, ύψους περίπου 1 εκατ. ευρώ κατέβαλε ένα ποσοστό των προμηθειών είτε σε λογαριασμούς της Κύπρου είτε σε επιταγές, που δεν θα ήταν δύσκολο να ανιχνεύσει –αν ήθελε– η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων.
Oι ίδιοι
Πολλές από τις πληρωμές που φέρονται να έχουν γίνει στο πλαίσιο της δραστηριότητας της εταιρείας Krauss Maffei Wegmann στην Ελλάδα αφορούν πληρωμές πριν από τον Σεπτέμβριο του 1998 στη Γερμανία, οπότε και κηρύχτηκαν παράνομες οι «χρήσιμες πληρωμές» στο εξωτερικό. Για τον Γερμανό νομοθέτη, αυτές οι πληρωμές όχι μόνο ήταν νόμιμες, αλλά εξέπιπταν και από την Εφορία μέχρι την υιοθέτηση από τη γερμανική Βουλή ενός νέου νομικού πλαισίου που καθιστούσε παράνομες τις πληρωμές κρατικών αξιωματούχων σε χώρες που οι γερμανικές εταιρείες «κέρδιζαν» συμβόλαια.
Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι τουλάχιστον ένας από τους αξιωματούχους που φέρεται να λαμβάνει χρήματα είναι πρώην αξιωματούχος της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών με εμπλοκή και στα Tor MI-1. Ο συγκεκριμένος Ελληνας υπήκοος φέρεται να λαμβάνει χρήματα και στο πλαίσιο πληρωμών από λογαριασμούς της Dresdner Bank, αλλά και στο πλαίσιο εξαγωγής συναλλάγματος, που διενεργούσε το δίκτυο που διακινούσε τους λογαριασμούς της Siemens.
από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου